- θεραπείαι
- θεραπείᾱͅ , θεραπείαservicefem dat sg (attic doric aeolic)θεραπείᾱͅ , θεραπείηservicefem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεραπεῖαι — θεραπεία service fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dative case — The dative case (abbreviated dat, or sometimes d when it is a core argument) is a grammatical case generally used to indicate the noun to whom something is given, as in George gave Jamie a drink . In general, the dative marks the indirect object… … Wikipedia
MINISTERIUM — abacus, mensa, in qua pocula reponuhtur. Glossar. Lat. Gr. Abaci Delsicae, Μινιςτέριον, quod ad abacum stent Ministri. Sic autem appellant Credentiam seu mensulam iuxta altare, in qua reponumtur vasa sacra. Interdum pro vasis ipsis. Lamprid. in… … Hofmann J. Lexicon universale
PAEAN — hymnus in laudem Apollinis, sicut Dithyrambus in laudem Bacchi, qui teste Polluce, post victoriam, nonnumquam etiam avertendorum malorum causa cani solebat. Καταχρηςτικῶς autem, pro omni Deorum laude, ponitur. Unde opous suum Pindarus, de Deorum… … Hofmann J. Lexicon universale
αγυιάτης — Προσωνύμιο του θεού Απόλλωνα. Τον αποκαλούσαν έτσι ως προστάτη των δρόμων (αγυιών). Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και θρησκευτική τελετή λατρείας του ίδιου θεού. * * * ἀγυιάτης, ο (θηλ. άτις) (Α) [ἀγυιά] 1. αυτός που αναφέρεται στην αγυιά, τον… … Dictionary of Greek
ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… … Dictionary of Greek
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
νόσημα — (I) το (ΑΜ νόσημα, Α ιων. τ. νούσημα, Μ και νόσημαν) [νοσώ] πάθηση οργανική ή ψυχική, απώλεια τής υγείας και τής ισορροπίας τού οργανισμού, νόσος, αρρώστια («τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῑαι», Ισοκρ.) αρχ. μτφ. α) ηθική αρρώστια… … Dictionary of Greek